- φοιταλιώτης
- φοιτ-ᾰλιώτης, ου, ὁ, epith. of Bacchus,A the maddener, AP9.524.22.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φοιταλιώτης — ὁ, Α (κυρίως ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που σαν τρελός περιφέρεται εδώ κι εκεί, φοιταλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + κατάλ. ιώτης (πρβλ. νησ ιώτης)] … Dictionary of Greek
φοιταλιώτην — φοιταλιώτης the maddener masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοιταλιεύς — έως, ὁ, Α φοιταλιώτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιταλέος + επίθημα ι εύς (πρβλ. νηφαλ ι εύς)] … Dictionary of Greek